ItalianoGreco


legalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [legaliddzatˈtsjone]

1 επισημοποίηση
2 επιβεβαίωση
3 επισφράγιση
4 βεβαίωση
5 κύρωση
6 πιστοποίηση
7 νομιμοποίηση
8 επικύρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---