leggerézza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ledʤeˈrettsa]
1 ευστροφία
2 ελαφρότητα
3 ανευθυνότητα
4 αναξιοπιστία
5 ροπή για φλερτ
6 ευκινησία
7 απερισκεψία
8 αστάθεια
9 σβελτάδα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ledʤeˈrettsa]
1 ευστροφία
2 ελαφρότητα
3 ανευθυνότητα
4 αναξιοπιστία
5 ροπή για φλερτ
6 ευκινησία
7 απερισκεψία
8 αστάθεια
9 σβελτάδα
permalink
leggerezza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android