ItalianoGreco


leggèro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ledˈʤɛro]

ελαφρός (-ή, -ό), ελαφρύς (-ιά, -ύ)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


atletica [θηλ.] leggera = κλασικός αθλητισμός || droghe [θηλ. πλυθ.] leggere = τα ελαφρά ναρκωτικά



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---