ItalianoGreco


legittimìsta  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [leʤittiˈmista]

οπαδός νομιμότητας σε αρχές ή πρόσωπο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---