ItalianoGreco


letturìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lettuˈrista]

1 επιθεωρητής παρκομέτρων ή μετρητών
2 καταμετρητής (ρολογιών ΔΕΗ κλπ)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---