ItalianoGreco


liberatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [liberaˈtore]

1 σωτήρας
2 απελευθερωτής
3 λυτρωτής
4 ελευθερωτής

liberatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [liberaˈtore]

1 λυτρωτικός
2 ελευθερωτικός
3 απελευθερωτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---