ItalianoGreco


lìmine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlimine]

1 σημείο αρχής ψυχολογικής δράσης
2 σημείο αρχής σωματικής δράσης
3 κατώφλι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z