ItalianoGreco


locatàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lokaˈtarjo]

1 αγρολήπτης
2 ενοικιαστής
3 μισθωτής
4 κάτοχος μισθωμένου μέσου ή γης
5 νοικάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z