ItalianoGreco


locatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lokaˈtore]

1 ιδιοκτήτης
2 σπιτονοικοκύρης
3 παρέχων γη ή μέσα με ενοίκιο
4 νοικοκύρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z