ItalianoGreco


lónza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlontsa]

1 χοιρινό λουκάνικο (από μπούτι)
2 λεοπάρδαλη
3 πάνθηρας
4 ιαγουάρος
5 μπούτι (χοιρινό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---