ItalianoGreco


loquacità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lokwaʧiˈta]

1 πολυλογία
2 λογοδιάρροια
3 ομιλητικότητα
4 πλατειασμός
5 φλυαρία
6 λίμα (φλυαρία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---