ItalianoGreco


luccichìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [lutʧiˈkio]

1 λάμψη
2 μαρμαρυγή
3 σπινθηροβόλημα
4 φέγγος
5 σπίθισμα
6 αστραποβόλημα
7 σπίθισμα
8 αναλαμπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---