ItalianoGreco


lùcido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈluʧido]

το βερνίκι

lùcido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈluʧido]

γυαλιστερός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mente [θηλ.] lucida = το καθαρό μυαλό



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---