lucìfero
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [luˈʧifero]
1 αστραποβόλος
2 αγλαός
3 λαμπρός
4 λαμπερός
5 φωτοδότης
6 ακτινοβόλος
7 φωτοβόλος
8 φεγγοβόλος
9 σελασφόρος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [luˈʧifero]
1 αστραποβόλος
2 αγλαός
3 λαμπρός
4 λαμπερός
5 φωτοδότης
6 ακτινοβόλος
7 φωτοβόλος
8 φεγγοβόλος
9 σελασφόρος
permalink
lucifero (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android