ItalianoGreco


lùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlume]

1 λυχνία
2 φως
3 λυχνάρι
4 φωτεινότητα
5 λύχνος
6 μονάδα φωτεινής έντασης (λούμεν)
7 λάμψη
8 κερί
9 φώτιση
10 λάμπα
11 λαμπάδα
12 φωτισμός
13 φωτοβολία
14 φέγγος
15 διαφώτιση

lumi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [ˈlumi

μάτια (ποιητική λέξη)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---