ItalianoGreco


lunàtico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [luˈnatiko]

αλλοπρόσαλλος άνθρωπος

lunàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [luˈnatiko]

κυκλοθυμικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere lunatico = είμαι με τις μέρες μου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z