ItalianoGreco


lungagnàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lungaɲˈɲata]

1 μακροσκελής ομιλία
2 μακρόσυρτος λόγος
3 υπόθεση που παρατράβηξε


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---