Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lungagnàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lungaɲˈɲata]

1 μακροσκελής ομιλία
2 μακρόσυρτος λόγος
3 υπόθεση που παρατράβηξε


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lungaggine lungamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lunazione (θηλ.ουσ)
lunedì (ουσ αρσ )
lunetta (θηλ.ουσ)
lunga (θηλ.ουσ)
lungaggine (θηλ.ουσ)
lungagnata (θηλ.ουσ)
lungamente (επίρ.)
lungarno (ουσ αρσ )
lunghezza (θηλ.ουσ)
lungi (επίρ.)
lungimirante (επίθ.)
lungimiranza (θηλ.ουσ)
lungo (ουσ αρσ )
lungo (επίθ.)
lungo (πρόθ.)
lungofiume (ουσ αρσ )
lungolago (ουσ αρσ )
lungomare (ουσ αρσ )
lungometraggio (ουσ αρσ )
lungotevere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---