Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lussemburghése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lussemburˈgese], [lussemburˈgeze]

κάτοικος Λουξεμβούργου

lussemburghése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lussemburˈgese], [lussemburˈgeze]

ο του Λουξεμβούργου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lussazione Lussemburgo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lusinghevole (επίθ.)
lusinghiero (αρσ. επίθ και ουσ)
lusitano (αρσ. επίθ και ουσ)
lussare (ρ. μτβ.)
lussazione (θηλ.ουσ)
lussemburghese (ουσ αρσ και θηλ.)
lussemburghese (επίθ.)
Lussemburgo (ουσ αρσ )
lusso (ουσ αρσ )
lussuoso (επίθ.)
lussureggiante (επίθ.)
lussureggiare (ρ.αμτβ.)
lussuria (θηλ.ουσ)
lussurioso (αρσ. επίθ και ουσ)
lustrale (επίθ.)
lustrare (ρ. μτβ.)
lustrascarpe (ουσ αρσ και θηλ.)
lustrata (θηλ.ουσ)
lustratura (θηλ.ουσ)
lustrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---