Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


macroorganismo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,makrorgaˈnizmo]

μακροοργανισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  macromolecolare macroscopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macrofotografia (θηλ.ουσ)
macrologia (θηλ.ουσ)
macromelia (θηλ.ουσ)
macromolecola (θηλ.ουσ)
macromolecolare (επίθ.)
macroorganismo (ουσ αρσ )
macroscopico (επίθ.)
macrosomia (θηλ.ουσ)
macrostruttura (θηλ.ουσ)
macuba (ουσ αρσ και θηλ.)
macula (θηλ.ουσ)
maculato (επίθ.)
maculatura (θηλ.ουσ)
madama (θηλ.ουσ)
madamigella (θηλ.ουσ)
maddalena (κύρ.όν. θηλ.)
madera (ουσ αρσ )
madia (θηλ.ουσ)
madido (επίθ.)
madiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---