ItalianoGreco


magnanimità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maɲɲanimiˈta]

1 μεγαλοψυχία
2 μεγαθυμία
3 μεγαλοφροσύνη
4 υψηλοφροσύνη
5 γενναιοφροσύνη
6 ανεξικακία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---