ItalianoGreco


magnàccia  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maɲˈɲatʧa]

1 προστάτης ιερόδουλης
2 νταβατζής
3 προαγωγός
4 μαστροπός
5 πορνοβοσκός
6 ρουφιάνος
7 ξεμαυλιστής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---