ItalianoGreco


malcapitàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,malkapiˈtato]

θύμα

malcapitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,malkapiˈtato]

1 δύστυχος
2 άμοιρος
3 δυστυχής
4 ατυχής
5 άτυχος
6 κακότυχος
7 δύσμοιρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z