ItalianoGreco


malcreàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,malkreˈato]

1 αγενής
2 στερούμενος τρόπων
3 κακοαναθρεμμένος
4 ανάγωγος
5 απαιδαγώγητος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---