ItalianoGreco


màle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmale]

το κακό

màle  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈmale]

άσχημα, κακώς


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


capire male = καταλαβαίνω λάθος || che male c'è? = πειράζει; || fare male = (dolore) πονώ, (sbagliare) βλάφτω || interpretare male = παρερμηνεύω || mal [αρσ.] d'auto = η ναυτία || mal [αρσ.] di denti = το πονόδοντο, ο πονόδοντος || mal [αρσ.] di gola = το πονόλαιμο, ο πονόλαιμος || mal [αρσ.] di mare = η ναυτία || mal [αρσ.] di pancia = ο κοιλόπονος, το πονόκοιλο || mal [αρσ.] di stomaco = ο πονοστόμαχος, το πονοστόμαχο || mal [αρσ.] di testa = ο πονοκέφαλος || mal [αρσ.] d'occhi = ο πονόματος || mal [αρσ.] ridotto = σε κακή κατάσταση || patire il mal d'auto = το αυτοκίνητο με ζαλίζει || patire il mal di mare = το πλοίο με ζαλίζει || sentirsi male = αισθάνομαι άσχημα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z