maleducàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]
1 μουλαράς
2 μπαστουνόβλαχος
3 βόδι (μεταφορικά)
4 βλαχοδήμαρχος
5 απελέκητος άνθρωπος
6 μπουρτζόβλαχος
7 αγριάνθρωπος
maleducàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]
κακοαναθρεμμένος (-η, -ο), ανάφωγος (-η, -ο)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]
1 μουλαράς
2 μπαστουνόβλαχος
3 βόδι (μεταφορικά)
4 βλαχοδήμαρχος
5 απελέκητος άνθρωπος
6 μπουρτζόβλαχος
7 αγριάνθρωπος
maleducàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]
κακοαναθρεμμένος (-η, -ο), ανάφωγος (-η, -ο)
permalink
maleducato (ουσ αρσ )
maleducato (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android