ItalianoGreco


maleducàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]

1 μουλαράς
2 μπαστουνόβλαχος
3 βόδι (μεταφορικά)
4 βλαχοδήμαρχος
5 απελέκητος άνθρωπος
6 μπουρτζόβλαχος
7 αγριάνθρωπος

maleducàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maleduˈkato]

κακοαναθρεμμένος (-η, -ο), ανάφωγος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z