ItalianoGreco


malèfico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [maˈlɛfiko]

1 μοχθηρός
2 βλαβερός
3 κακός
4 επιβλαβής
5 επιζήμιος
6 κακόβουλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z