mangiapàne
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [,manʤaˈpane]
1 κηφήνας
2 κοπρόσκυλο
3 κοπρίτης
4 προκομμένος (ειρωνικά)
5 σπαρίλας
6 ρέμπελος
7 τζερεμές
8 τεμπελχανάς
9 ραχατλής
10 λουφαδόρος
11 ρεμπεσκές
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [,manʤaˈpane]
1 κηφήνας
2 κοπρόσκυλο
3 κοπρίτης
4 προκομμένος (ειρωνικά)
5 σπαρίλας
6 ρέμπελος
7 τζερεμές
8 τεμπελχανάς
9 ραχατλής
10 λουφαδόρος
11 ρεμπεσκές
permalink
mangiapane (ουσ αρσ και θηλ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android