ItalianoGreco


mansióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [manˈsjone]

1 λειτουργία
2 λειτούργημα
3 αποστολή
4 αξίωμα
5 καθήκον


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


svolgere le mansioni = εκτελώ χρέη



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---