ItalianoGreco


mansuefàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mansueˈfare]

1 κατευνάζω
2 καθησυχάζω
3 υποτάσσω
4 εξημερώνω
5 καθυποτάσσω
6 καλμάρω
7 εξευμενίζω
8 ανακουφίζω

mansuefarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [mansueˈfarsi]

1 υποτάσσομαι
2 δαμάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---