ItalianoGreco


màntice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmantiʧe]

1 διάφραγμα
2 κουκούλα
3 αυτοκίνητο με πτυσσόμενη κουκούλα
4 διάταξη πτυσσόμενη σαν φυσερό
5 διάταξη μέτρησης πίεσης
6 πτυσσόμενο τμήμα κάμερας
7 φυσερό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---