ItalianoGreco


marémma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [maˈremma]

βαλτώδες παραθαλάσσιο ανθυγιεινό αλλά πλούσιο έδαφος (ειδικά στην Ιταλία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---