ItalianoGreco


mascolinizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [maskolinidˈdzare]

δίνω αρσενικό χαρακτήρα

mascolinizzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [maskolinidˈdzarsi]

1 γίνομαι άντρας
2 φτάνω στην αντρική ηλικία
3 ανδρειώνομαι
4 δυναμώνω
5 γίνομαι παλικάρι
6 αντρειώνομαι
7 ανδρώνομαι
8 γίνομαι άντρας
9 αντρώνομαι
10 αντρειεύομαι
11 αντρειεύω
12 αντρεύω
13 αντρεύομαι
14 αντρειώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---