ItalianoGreco


mascolìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [maskoˈlino]

1 που αντροφέρνει
2 ανδρικός
3 αρρενωπός
4 αρσενικός
5 αντρικός
6 αντρίκειος
7 αρρενοπρεπής
8 ανδροπρεπής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---