màssima
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmassima]
1 αρχή γενικής ισχύος
2 αρχή
3 μέγιστη θερμοκρασία
4 τύπος
5 πρότυπο
6 νόρμα
7 κανόνας
8 αφορισμός
9 παροιμία
10 γνωμικό
11 απόφθεγμα
12 ρητό
13 ρήση
14 σύντομο σύνθημα
15 μότο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmassima]
1 αρχή γενικής ισχύος
2 αρχή
3 μέγιστη θερμοκρασία
4 τύπος
5 πρότυπο
6 νόρμα
7 κανόνας
8 αφορισμός
9 παροιμία
10 γνωμικό
11 απόφθεγμα
12 ρητό
13 ρήση
14 σύντομο σύνθημα
15 μότο
permalink
massima (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android