ItalianoGreco


matrimònio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matriˈmɔnjo]

ο γάμος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


matrimonio [αρσ.] civile = ο πολιτικός γάμος || matrimonio [αρσ.] religioso = ο θρησκευτικός γάμος || pubblicazioni [θηλ. πλυθ.] di matrimonio = η αναγγελία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---