ItalianoGreco


matronìmico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [matroˈnimiko]

1 μητρώνυμο
2 όνομα προερχόμενο από μητέρα

matronìmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [matroˈnimiko]

1 προερχόμενος από τη μητέρα (για επίθετο)
2 που σχηματίστηκε από το όνομα της μητέρας
3 μητρωνυμικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z