ItalianoGreco


meccanizzàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mekkanidˈdzato]

1 βιομηχανοποιημένος
2 μηχανοποιημένος
3 μηχανοκίνητος
4 αυτοματοποιημένος
5 εκμηχανισμένος
6 εκβιομηχανισμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z