ItalianoGreco


meccanizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mekkaniddzatˈtsjone]

1 εκβιομηχανισμός
2 εκμηχάνιση
3 μηχανοποίηση
4 βιομηχανοποίηση
5 αυτοματισμός
6 εκβιομηχάνιση
7 βιομηχανισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z