ItalianoGreco


mediòcre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [meˈdjɔkre]

1 άνθρωπος περιορισμένων ικανοτήτων
2 μετριότητα

mediòcre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [meˈdjɔkre]

μέτριος (-α, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z