ItalianoGreco


meditàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [mediˈtare]

διαλογίζομαι

meditàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [mediˈtare]

1 μελετώ
2 σχεδιάζω
3 αναμετρώ
4 ζυγίζω με το μυαλό
5 μελετώ βαθιά και σοβαρά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---