ItalianoGreco


meditàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mediˈtato]

1 καλά εξετασμένος
2 καλά σχεδιασμένος
3 μελετημένος
4 επεξεργασμένος διανοητικά
5 προσχεδιασμένος
6 εσκεμμένος
7 ώριμος σε σκέψη
8 γνωστικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z