memòria
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrja]
η μνήμη
memorie
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrje]
1 αφήγηση συμβάντων από κάποιον που τα έζησε
2 απομνημονεύματα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrja]
η μνήμη
memorie
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
Προσφορά I.P.A.: [meˈmɔrje]
1 αφήγηση συμβάντων από κάποιον που τα έζησε
2 απομνημονεύματα
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
imparare qualcosa a memoria = μαθαίνω κάτι απ' έξω
memoria (θηλ.ουσ)
memorie (θηλ. ουσ πληθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android