ItalianoGreco


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • ()

mèrce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛrʧe]

1 αγαθό
2 εμπόρευμα
3 πραμάτεια
4 προὶόν
5 πράμα
6 πράγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---