ItalianoGreco


mercenàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [merʧeˈnarjo]

μισθοφόρος στρατιώτης

mercenàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [merʧeˈnarjo]

1 βαλτός
2 μίσθιος
3 πληρωμένος
4 μισθοφορικός
5 μίσθαρνος
6 μισθοφόρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---