ItalianoGreco


minchionàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minkjoˈnadʤine]

1 απλότητα
2 απλοὶκότητα
3 μωροπιστία
4 αφέλεια
5 αγαθοσύνη
6 ευπιστία
7 ακρισία
8 αγαθότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---