ItalianoGreco


minorazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minoratˈtsjone]

1 αναπηρία
2 περιορισμός
3 ανικανότητα
4 έλλειψη
5 ανεπάρκεια
6 υποβάθμιση
7 ελάττωση
8 υποτίμηση
9 περιστολή
10 περικοπή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---