ItalianoGreco


minóre  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈnore]

ο ανήλικος

minóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miˈnore]

1 (di numero) μικρότερος (-η, -ο)
2 (d'importanza) λιγότερος (-η, -ο)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Asia [θηλ.] Minore = η Μικρά Ασία || vietato ai minori di 18 anni = απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---