ItalianoGreco


minuziosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [minuttsjosiˈta]

1 ομιλία για πράγματα μικρά και ασήμαντα
2 προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες
3 εμπλοκή σε λεπτομέρεια
4 μικρολογία
5 λεπτολογία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---