ItalianoGreco


misuratóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mizuraˈtore]

1 επιθεωρητής
2 μετρητής ποσότητας
3 εκτιμητής
4 μετρητής μηχανικών διαστάσεων
5 όργανο μέτρησης
6 τοπογράφος
7 μετρητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---