misuratóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [mizuraˈtore]
1 επιθεωρητής
2 μετρητής ποσότητας
3 εκτιμητής
4 μετρητής μηχανικών διαστάσεων
5 όργανο μέτρησης
6 τοπογράφος
7 μετρητής
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [mizuraˈtore]
1 επιθεωρητής
2 μετρητής ποσότητας
3 εκτιμητής
4 μετρητής μηχανικών διαστάσεων
5 όργανο μέτρησης
6 τοπογράφος
7 μετρητής
permalink
misuratore (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android