ItalianoGreco


mobilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mobiliˈta]

1 ευμεταβλησία
2 αστάθεια
3 μεταβλητότητα
4 κινητικότητα
5 ευκινησία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---